-
1 крепость
I крепость I ж (укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρό II крепость II ж (насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα* * *I ж( укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρόII ж( насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα -
2 активность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > активность
-
3 крепость
I. 1. (напр. раствора) η δύναμη, η δραστικότητα 2. (породы, угля) η αντοχή, η στερεότητα. II.(оборонительное сооружение) το φρούριο, το κάστρο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепость
-
4 потенция
η δυναμικότητα, η ισχύς, η δραστικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потенция
-
5 крепость
крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:\крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:купчая \крепость τό πωλητήριο. -
6 relative potency
French\ \ puissance relativeGerman\ \ relative PotenzDutch\ \ relatieve sterkteItalian\ \ potenza relativa (degli stimoli)Spanish\ \ potencia relativaCatalan\ \ potència relativaPortuguese\ \ potência relativaRomanian\ \ -Danish\ \ relativ styrkeNorwegian\ \ relativ styrkeSwedish\ \ relativ potensGreek\ \ σχετική δραστικότηταFinnish\ \ suhteellinen vaikuttavuus t. tehoHungarian\ \ -Turkish\ \ göreceli kuvvetEstonian\ \ suhteline (stiimuli) võimsusLithuanian\ \ santykinė galiaSlovenian\ \ -Polish\ \ możliwość względnaRussian\ \ относительная мощностьUkrainian\ \ відносна потужністьSerbian\ \ -Icelandic\ \ hlutfallsleg virkniEuskara\ \ erlatiboa potentziaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقدرة نسبيةAfrikaans\ \ relatiewe sterkteChinese\ \ 相 对 位 势Korean\ \ 상대효능 -
7 убойность
-и θ. (στρατ.) η δραστικότητα (βλήματος, βόμβας, σφαίρας, πυρός κ.τ.τ.). -
8 убойный
επ.1. του σφαγείου•убойный пункт σφαγείο.
|| για σφάξιμο•убойный скот ζώα για σφάξιμο (σφαγάρια).
2. (στρατ.) δραστικός•-ая сила осколка η δραστική δύναμη του θραύσματος•
-ая мощность артиллерийского огня η δραστικότητα του πυρός πυροβολικού•
оружие с большим -ым действием όπλο μεγάλης δραστικότητας•
убойный огонь δραστικό πυρ.
3. (για μέλη σώματος) τρωτός, αδύνατος, ευπρόσβλητος.εκφρ.убойный вес – το βάρος καθαρισμένου σφαχτού (χωρίς εντόσθια, λίπος, δέρμα). -
9 эффективность
-и θ.αποτελεσματικότητα, δραστικότητα• αποδοτικότητα•эффективность мероприятий η αποτελεσματικότητα των μέτρων.
См. также в других словарях:
δραστικότητα — η η αποτελεσματικότητα: Η δραστικότητα των μεθόδων του με εξέπληξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραστικότητα — η η ιδιότητα τού δραστικού, αποτελεσματικότητα … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… … Dictionary of Greek